visit.

29 Απρ 2011

Θα πάρεις;

    
Σε έβλεπα κάπου-κάπου Μίνωος και 62 Μαρτύρων γωνία. Μου είχε κάνει εντύπωση η όμορφη φατσούλα σου και το ότι ήσουν τόσο μικρός! Πάντα, όμως, το φανάρι ήταν πράσινο και δεν μπορούσα να σταματήσω. Μέχρι προχθές. Από τις σπάνιες φορές που παρακαλούσα να με «πιάσει» κόκκινο. Κι έγινε.

Τότε, άνοιξα το παράθυρό μου και σε παρατήρησα καλύτερα, καθώς εσύ μου άπλωνες το χεράκι σου κρατώντας ένα πακέτο χαρτομάντιλα:

«Θα πάρεις;»

Σου έγνεψα αρνητικά.

«Δε θα έπρεπε τέτοια ώρα να είσαι στο σχολείο σου; Μη μου πεις ότι δεν πηγαίνεις σχολείο!»

«Πηγαίνω, αλλά σήμερα ξέχασα να πάω!», απάντησες σουφρώνοντας το πονηρό σου μούτρο.

«Δε θέλω να σε ξαναδώ εδώ», σου είπα κι εσύ χαμογέλασες πονηρά. «Πόσων χρόνων είσαι;»

Το σκέφτηκες λίγο.

«Δέκα», απάντησες τελικά, προσθέτοντας τουλάχιστον δυο χρόνια στην πραγματική σου ηλικία.

«Θέλεις να περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου έτσι;», ήθελα να σε ρωτήσω μετά, μα δε σε ρώτησα. Κι ένα σωρό άλλα ήθελα να σε ρωτήσω. Πού μένεις. Πώς είναι το σπίτι σου. Ποιους έχεις για γονείς. Ποιος σε βάζει να γυρνάς στα φανάρια και να απλώνεις το μαυριδερό χεράκι σου στους οδηγούς λέγοντας πάντα το μονότονο: «Θα πάρεις;». Ήθελα να σε ρωτήσω ακόμα πώς περνάς τη μέρα σου. Γιατί δεν πας στο σχολείο. Αν ξέρεις, άραγε, να διαβάζεις. Ήθελα να σε ρωτήσω τι όνειρα έχεις για τη ζωή σου. Πώς φαντάζεσαι να μεγαλώνεις. Τι θέλεις να κάνεις με το μέλλον σου. Κι ένα σωρό άλλα ήθελα να σε ρωτήσω. Μα τίποτα δε σε ρώτησα, μόνο σου είπα δυο-τρία αστεία μέχρι να ανάψει το πράσινο, σε χαιρέτησα κι έφυγα.

Χτες σε συνάντησα ξανά. Έκανα μυστική συμφωνία με το φανάρι και κοκκίνισε για χάρη μου.

«Μη μου πεις πως και σήμερα ξέχασες να πας στο σχολείο!»

«Ξέχασα», είπες πάλι, αλλά τούτη τη φορά ήσουνα μελαγχολικός. Δε χαμογελούσες όπως χτες.

Τι να σου έλεγα; Την ώρα που αστειευόμουνα μαζί σου, αυτά τα δυο-τρία λεπτά μέχρι να ανάψει το πράσινο στο φανάρι, πέρναγαν από το μυαλό μου σκέψεις με την ταχύτητα του φωτός. Και ένιωθα τόση ντροπή… Επειδή αναγκάζομαι να ζω σε ένα κόσμο που υπάρχουν τέτοιες εικόνες και κανείς δεν κάνει τίποτα!

Εγώ ήμουν αυτή που την περασμένη εβδομάδα έλεγα στα παιδιά στο εργαστήρι δημιουργική γραφής πως ο κόσμος μας αποτελείται από σκληρές και τρυφερές εικόνες. Εγώ ήμουν αυτή που τους έλεγα πως δεν πρέπει να στρέφουμε αλλού το βλέμμα και να προσπερνάμε τις σκληρές εικόνες. Αντίθετα πρέπει να τις κοιτάμε κατάματα κι έπειτα να μη στεκόμαστε μόνο σε αυτό που βλέπουμε. Εγώ ήμουν αυτή που τους έλεγα πως πρέπει να αντέχουμε στη θέα της σκληρής πραγματικότητας για να μπορέσουμε μετά να κάνουμε κάτι γιʼ αυτήν, να προσπαθήσουμε να την αλλάξουμε, να φτιάξουμε ένα κόσμο καλύτερο, με περισσότερες τρυφερές εικόνες. Εγώ ήμουν αυτή που τα έλεγα στα παιδιά. Και τώρα να ʼμαι: Μπροστά σε μια σκληρή εικόνα και να μην ξέρω τι να κάνω με αυτήν! Δάσκαλε που δίδασκες…

Άραγε, αν σου έπαιρνα κάτι να φας, θα στο αφήνανε αυτοί που σε σέρνουνε κάθε μέρα στα φανάρια, μαθαίνοντάς σου το σκληρό πρόσωπο της ζωής; Οτιδήποτε και να σου έδινα, θα στο αφήνανε; Κι όσο σκεφτόμουνα πως το πορτ μπαγκάζ μου ήτανε γεμάτο παιχνίδια για το αποκριάτικο πάρτυ των παιδιών μου, τρελαινόμουνα. Επειδή ήξερα πως δεν μπορούσα να σου δώσω τίποτα απʼ όλα αυτά. Επειδή ήξερα πως ό,τι κι αν σου έδινα, θα στο παίρνανε. Και το χειρότερο δεν ήταν πως θα σου παίρνανε το παιχνίδι –τι να το έκαναν άλλωστε. Όχι. Το χειρότερο ήταν πως θα το έκαναν για να σου πάρουνε τη χαρά…

Κι έτσι, εκτός από σένα που ήσουν μελαγχολικός, μελαγχόλησα κι εγώ, ξέροντας πως εκείνη τη μέρα δεν έκανα τίποτα για να αλλάξω τον κόσμο προς το καλύτερο. Μόνο μερικά αστεία είπα σε ένα αγοράκι με τεράστια, μαύρα μάτια στα φανάρια Μίνωος και 62 Μαρτύρων γωνία, κάνοντάς το να χαμογελάσει. Κι έπειτα, σου χάιδεψα τα μαλλιά και το μαυριδερό σου μαγουλάκι. Παραξενεύτηκες στην αρχή. Έκανες να τραβηχτείς, μα δεν ήσουνα και σίγουρος. Τελικά, με άφησες να σου προσφέρω απλόχερα δυο βιαστικά χάδια, ανάμεσα στο κόκκινο και το πράσινο φανάρι.

Κι ίσως τελικά, να έκανα μια μικρή διαφορά εκείνη τη μέρα όχι στον κόσμο γύρω μας, μα σε σένα μέσα σου. Ίσως με αυτά τα δυο μου χάδια να κατάλαβες πως τα χέρια δεν υπάρχουν μόνο για να δουλεύουνε, να επιβάλλουνε δείχνοντας με το δάχτυλο ή να δέρνουν. Ίσως με αυτά τα δυο μου χάδια να κατάλαβες πως τα χέρια υπάρχουν και για να αγκαλιάζουμε, να κανακεύουνε, να χαϊδεύουνε. Και κάπως έτσι, σε χαιρέτησα κι έφυγα κι ας ήθελες με το ζόρι να μου κάνεις δώρο ένα πακέτο χαρτομάντιλα. Δεν τα πήρα. Το μπελά σου θα έβρισκες. Χαμογελούσα όμως, γιατί σου είχα δώσει τελικά κάτι, που κανείς –όσο κι αν προσπαθούσε– δεν θα μπορούσε να στο πάρει.



 
Υ.Γ..Το περιστατικό συνέβη σε κάποια γωνιά του Ηρακλείου Κρήτης.Το μετέφερε σε 'μένα  μια φίλη.
Ταυτιστήκατε με την ιστορία, είμαι σίγουρος.Αν πάλι όχι, την επόμενη φορά που θ' ακούσουμε μια παιδική φωνή να μας ρωτά, <<θα πάρεις;>>, ας δοκιμάσουμε την δική μας αντοχή μπροστά σε  αυτές τις <<τρυφερές>> εικόνες.Αν δεν μας συγκινούν πια  δεν συμμετέχουμε απλώς στην φρίκη.Ίσως να είμαστε η φρίκη η ίδια!
                                                       
 
                                                   
                                                        
 
         
                                                                   

23 Απρ 2011

ΣΑΝ ΠΟΙΗΜΑΤΑΚΙ....ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ.


Επέστρεψα και σαν να μην είχα άλλη λαχτάρα.Άλλη λύπη τόση μεγάλη.Να γράψω για τον Νίκο..Η Κρήτη πόνεσε πολύ για τον χαμό.Είδα ανθρώπους να κλαίνε σαν μωρά παιδιά.Ο Μακεδόνας του Νότου έφυγε.Σαν να έμεινε ο χρόνος λειψός...Χωρίς Αύγουστο.Επέστρεψα Θεσσαλονίκη.Η ίδια λύπη κι εδώ και θαρρώ παντού, γιατί ο Νίκος ήταν ένας από εμάς.Ανυπόταχτος, ονειροπόλος, καθαρός και ατόφιος.Κάποιοι άνθρωποι λες και δεν έχουν ηλικία.Δεν ζουν την ανθρώπινη φθορά.Όταν ακούς πως χάνονται μετράς τα χρόνια και δεν σου βγαίνουν.
Θυμάμαι πριν τέσσερις η πέντε χειμώνες πίσω, εκείνο το βράδυ στο Ζυγό στην πλάκα, να τραγουδάμε μαζί με τον Νίκο με φωνή βγαλμένη από τα πέρατα της ψυχής μας.Είχε ζέστη θυμάμαι και ψάχναμε να βρούμε μια χαραμάδα δροσιάς, τον δρόμο από όπου μπαίνει ο άνεμος.Και πράγματι κάποια στιγμή φύσηξε ο άνεμος- αιώνες τώρα πάντα κάποια στιγμή φυσάει ο άνεμος- και το πήρε παραμάζωμα το ποιηματάκι..Χάθηκε.Όπως δεκάδες χρόνια χάνονται ένα-ένα τα ποιηματάκια, άλλο στην ώρα του, άλλο νωρίς, άλλο άξαφνα, άλλο ήδη έτοιμο σαν προσευχή..
Χάθηκε το ποιηματάκι κι άφησε πίσω του μια μεταλαβιά μοσχοβολιάς κι ένα μονοπάτι στον αέρα, που όσον οι μέρες περνούν, θα πάει να σβηστεί.Όμως έτσι είναι οι άνθρωποι.Σαν ποιηματάκια...σαν παραμύθια.Όλοι αρχίζουμε μ' ένα:<<μια φορά κι έναν καιρό>>, ώσπου ξαφνικά, χάνεται ο <<καιρός>>, κόβεται..και μένει το <<μια φορά>> μετέωρο, χωρίς  <<καιρό>>....                   Αντίο σου.  

      ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΕ ΨΥΧΕΣ ΚΑΙ ΣΩΜΑΤΑ.